- τελματώδης
- -ες / τελματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [τέλμα, -ατος]ελώδης, βαλτώδης, γεμάτος τέλματα (α. «τελματώδης πεδιάδα» β. «τελματώδης γῆ», Γεωπ.)νεοελλ.μτφ. όμοιος με τέλμα, αποτελματωμένος («τελματώδης κατάσταση»)αρχ.1. (για νερά) αυτός που λιμνάζει, στάσιμος2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελματώδεατα μέρη τού σώματος που είναι γεμάτα από σωματικά υγρά.
Dictionary of Greek. 2013.